- θύννος
- ο тунец (рыба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θύννος — tunny fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek
θύννος — ο είδος ψαριού, ο τόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύννοι — θύννος tunny fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννοιο — θύννος tunny fish masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννοις — θύννος tunny fish masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννοισι — θύννος tunny fish masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννον — θύννος tunny fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννου — θύννος tunny fish masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννους — θύννος tunny fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννων — θύννος tunny fish masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)